- προσεπιλέγω
- ΝΑ [ἐπιλέγω]νεοελλ.(μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαιπαρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαιαρχ.1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ πάντως τοῡτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.)2. μέσ. παίρνω, επιλέγω περισσότερα («ταῑς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.